λιβάδια, τά
Ερμηνεία:
[το λιβάδι, του λιβαδιού (έκταση γης στην οποία φυτρώνει χόρτο, που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων που βόσκουν, βοσκότοπος, λειμώνας, λειβάδι)]
Ετυμολογία:
[< λιβάδιον (υποκοριστικό της (Αρχ.) λέξης λιβάς (σταλαγματιά νερού, ρυάκι, στάσιμο νερό < λείβω (στάζω, σταλάζω λίγο, λίγο, κάνω σπονδή)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…κ᾿ἔρριξε μίαν τουφεκιὰν ἐπάνω στοὺς χιονισμένους κάμπους καὶ στὰ λιβάδια… [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|